- λουκέτο
- το(λ. ιταλ.)1. κινητή κλειδαριά για μεγαλύτερη ασφάλεια: Μετά τη διάρρηξη έβαζε πάντα λουκέτο στην πόρτα.2. φρ., «Βάζω λουκέτο», κλείνω το κατάστημα ή την επιχείρησή μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.